- ἔσῳσα
- σώζωaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔσωσα — εἰσωθέω thrust into aor ind act 1st sg (epic ionic) σώζω aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσωσ' — ἔσωσαι , εἰσωθέω thrust into aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) ἔσωσα , εἰσωθέω thrust into aor ind act 1st sg (epic ionic) ἔσωσε , εἰσωθέω thrust into aor ind act 3rd sg (epic ionic) ἔσωσα , σώζω aor ind act 1st sg ἔσωσε , σώζω aor ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
sosi — SOSÍ, sosesc, vb. I. 1. intranz. A ajunge într un anumit loc (şi într un anumit moment). ♦ (Despre termene, anotimpuri, intervale etc.) A începe să se desfăşoare. ♢ loc. adv. Pe sosite = pe punctul de a ajunge undeva. ♢ expr. A i sosi (cuiva)… … Dicționar Român
σώζω — σώζω, έσωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σώνω — σώνω, έσωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: σώνω, σώνομαι : εκτός από την έννοια του σώζω, έχει και τις έννοιες → εξαντλώ, τελειώνω κάτι ή προφταίνω, προλαβαίνω να κάνω κάτι. Με αυτές τις σημασίες συνήθως απαντάται και η μτχ. σωμένος. Το απρόσ. σώνει →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σώζω — και σώνω έσωσα, σώθηκα, σωσμένος 1. διατηρώ: Σώθηκαν ακέραια τα αγάλματα αυτά. 2. γλιτώνω κάποιον: Με έσωσε από βέβαιο θάνατο. 3. τελειώνω: Σώθηκε το λάδι. 4. προφταίνω: Να μη σώσεις να δεις προκοπή. 5. φρ., «Σώνει και καλά», με το ζόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)